1 προσκοπη
(ἐς προσκοπέν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἴχεσθαι Thuc.)
(π. καὴ ἀλλοτριότης Polyb.)
(μηδεμίαν ἐν μηδενὴ διδόναι προσκοπήν NT.)
Древнегреческо-русский словарь > προσκοπη